δυσεντεριῶν

δυσεντεριῶν
δυσεντερία
dysentery
fem gen pl
δυσεντεριάω
suffer from dysentery
pres part act masc voc sg
δυσεντεριάω
suffer from dysentery
pres part act neut nom/voc/acc sg
δυσεντεριάω
suffer from dysentery
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σουλφαγουανιδίνη — η, Ν (φαρμ.) είδος σουλφαμίδης που χρησιμοποιείται για τη βακτηριοστατική δράση της στο επίπεδο τού εντέρου, στη θεραπεία βακιλλικών δυσεντεριών, κολίτιδας, εντερίτιδας, διάρροιας κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”